- σταγονόθαλπος
- στᾰγονόθαλπος, ὁ,A one who melts and purifies metals, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σταγονόθαλπος — ὁ, Α αυτός που λειώνει και καθαρίζει μέταλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταγών, όνος «ορείχαλκος» + θάλπος «θερμότητα»] … Dictionary of Greek
σταγονόθαλπον — σταγονόθαλπος one who melts and purifies metals masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)